- ἀμφιστρεφής
- ἀμφι-στρεφής (στρέφω): turning all ways, Il. 11.40†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αμφιστρεφής — ἀμφιστρεφής, ές (Α) αυτός που στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις (λέγεται για τα τρία κεφάλια τού δράκοντα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στρεφὴς < *στρέφος < στρέφω] … Dictionary of Greek
ἀμφιστρεφέες — ἀμφιστρεφής turning all ways masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek